μύδια

μύδια
μύδιον
small boat
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μύδια — Κοινή ονομασία των μυτίλων, γένους διθύρων μαλακίων της οικογένειας των μυτιλιδών, της τάξης των νηματοβραγχιων. Τα μ. ζουν συγκεντρωμένα σε ομάδες και είναι προσκολλημένα με βύσσο στους βράχους, κάτω από το νερό, κατά μήκος των ακτών. Και τα δύο …   Dictionary of Greek

  • ελασματοβράγχια — Υφομοταξία αμφιπλευροσυμμετρικών μαλακίων, με ατροφική ή χωρίς καθόλου κεφαλή. Η ονομασία τους οφείλεται στην παρουσία δύο φυλλοειδών βραγχίων, τα οποία αποτελούνται από ελασματοειδή βραγχιακά ινίδια. Τα ε. λέγονται και πελεκύποδα, γιατί το πόδι… …   Dictionary of Greek

  • Saganaki — (Greek σαγανάκι, literally little frying pan) refers to various dishes prepared in Greek cuisine and is named after the single serving frying pan in which it is cooked. One popular example is an appetizer of pan seared cheese. The cheese used in… …   Wikipedia

  • Saganaki — Der Name Saganaki oder Sachanaki (griechisch σαγανάκι, σαχανάκι) bezieht sich auf ein Kochgerät der Griechischen Küche, ein „Pfännchen“. Saganaki Speisen, die in dieser Pfanne gebraten werden, heißen meistens so, vor allem Kefalotiri… …   Deutsch Wikipedia

  • βένθος — Το σύνολο των οργανισμών που ζουν πάνω ή μέσα στον πυθμένα των αλμυρών ή γλυκών υδάτινων εκτάσεων. Χωρίζεται σε φυτοβένθος και ζωοβένθος. Το φυτοβένθος περιλαμβάνει φυτά που στηρίζονται στον πυθμένα, ενώ το ζωοβένθος περιλαμβάνει ζώα που είτε… …   Dictionary of Greek

  • δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… …   Dictionary of Greek

  • κουρούνα — Κοινή ονομασία ορισμένων στρουθιομόρφων πτηνών της οικογένειας των κορακοειδών. Οι κ. είναι συγγενικά είδη με τα κοράκια, με τα οποία ανήκουν στο ίδιο γένος. Κοινό είδος, το οποίο συναντάται στις παρυφές των δασών και κοντά σε λίμνες και έλη… …   Dictionary of Greek

  • μαλάκια — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek

  • μαλάκιο — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 208 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της ανατολικής ακτής του Παγασητικού κόλπου, ΝΑ του Βόλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρτέμιδας. * * * το (AM μαλάκιο) [μαλακός] …   Dictionary of Greek

  • μαλακία — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”